
Μελωδίες ενυπάρχουν σαν φράκταλ μέσα στην διαδραστική ύλη. Κυκλικές, υλικές, επαναλαμβανόμενες, προκύπτουν ολοένα. Καλώς την, με την αιθέρια έμπνευση και τα παρεπόμενα της τέχνης του ενδιάμεσου, καλή μου Έβερ, τώρα που σε βρήκα, θυμήθηκα και τα δικά μου σκαμπανεβάσματα, μπες βγες στον κόσμο των πνευμάτων. Αφέθηκα για πολύ στον στρόβιλο του αισθητού, ξεκίναγε μια ώθηση από το παραμικρό, τα χαλίκια έτριζαν κάτω από τα πόδια μου, το κεφάλι μου έγερνε προς τα πίσω, έκλεινα ελαφρά τα μάτια να μην τυφλωθώ από το λιοπύρι, περπατούσα υπνωτισμένη σε δρόμους από άμμο. Άκουγα τον άνεμο και πέρα από την πνοή των στοιχείων, μια υψηλή συχνότητα και βόμβο.
Το σώμα μου γινόταν δίχως όργανα -είχα διαβάσει την βιογραφία του Βαν Γκογκ από τον Αντονέν Αρτώ. Είχα παραγγείλει το βιβλίο με σκληρό κάλυμμα. Ήθελα να το μεταφράσω. Ήμουν ερωτευμένη με το Νεκτάριο, τον έφηβο ψαρά και κάθε τόσο γύριζα πίσω στη Σχοινούσα να τον δω. Ο ξάδερφός του πήγαινε καβάλα σε μουλάρι και φορούσε βασιλικό στο αυτί.
Πήγαμε για ψάρεμα. Μια μέρα δεν με ειδοποίησε κι ας το περίμενα. Κοιτούσα τη θάλασσα κι έβλεπα μια κουκίδα στον ορίζοντα, την βάρκα του. Εκείνη τη μέρα δεν πήγε καλά η ψαριά, έπιασε μόνο ένα χάνο και τον αγκίστρωσε από το μάτι.
Αγκριστρωμένη από το μάτι, δεσμευμένες όλες οι αισθήσεις μου. Ο περίπατος είχε έναν αυτοματισμό ανείπωτης ανακούφισης. Δεν υπήρχαν διλλήματα αλλά το μονοπάτι. Ένα κορίτσι που κυλούσε πάνω σε ηλεκτρομαγνητική τσουλήθρα. Εγώ. Δεν είχε σημασία πια καθόλου τί ήμουν, ποιά ήμουν. Προχωρούσα ανέπαφη ανέπαφος από την επαφή, προχωρούσα ολόκληρη, ολόκληρος, χάθηκαν τα διαχωριστικά και τα παραπετάσματα, ένας στρόβιλος ανάγκης με οδηγούσε, με άφηνε απαλά στο επόμενο βήμα.
Όπως η μούσα έσπερνα και θέριζα τον βόμβο και τον τόνο. Τραγουδούσα και εμψύχωνα τις κινήσεις μας, ενυπήρχαμε σε αυτά όλες οι ψυχές, ένα ένα τα μικρά λουλούδια του θυμαριού αντιλαμβάνονταν το πέρασμα πλάι τους.
Δεν μισώ, δεν θέλω να σταματήσω, δεν έχω απόθεμα αναμνήσεων, δεν έχω απόθεμα φθοράς. Κινούμενη φυσικά ως άνεμος, αγγίζω και πάλι τα όρια όπου η ξηρά βρέχεται και ξεδιψά. Ακούω απόλυτα.
Προχθές το βράδυ, κατεστραμμένη στην πόλη, Σαββατοκύριακο έρχεται, Σάββατο είναι. Κατεστραμμένη μόνη περιττή, σε αυτή την πόλη. Προχωρώ ακόμη ψάχνοντας στο πλήρες των αισθήσεων, να βρω μια διεύθυνση, να ζητήσω το τελευταίο αντικείμενο που έχασα.
Χάνω πράγματα. Έβερ, γλυκειά μου, έχασα το πορτοφόλι μου στο τρένο. Κυκλοφορώ αμέριμνη. Με ανοιχτή την τσάντα, μωβ σκιά στα μάτια κι ένα χέρι βουτά στον μάρσιπο, κλέβει την ταυτότητά μου που κουβαλώ από τα δεκατέσσερα. Το στρες με κάνει να πονώ, γιατί η υπερέκκριση αδρεναλίνης μου αφήνει αίσθηση πόνου στο σώμα, σα να είχα κάνει βαρειά σωματική εργασία. Μου φέρνει πονοκέφαλο και ένταση ολόκληρο το απόγευμα. Σάββατο στην πόλη αυτή, τους βλέπω απανωτά τους κοιλαράδες να μασάνε σουβλάκι, ωχ, δεν έχω πάρει τίποτα κι όμως τους βλέπω, μποτιλιάρισε ο δρόμος, ωχ, αυτοκίνητα. Περπατώ με προσπάθεια. Χίλντεγκαρντ, εσύ που κάνεις εκπομπή, μέσα απ'τα κύματα του ραδιοφώνου σου πρέπει να με βρεις και να μου τείνεις το χέρι. Έχω μόνο εσένα. Απελπισία Χίλντεγκαρντ. Γρήγορα. Κάλεσέ με στην γυναικοπαρέα με όλες αυτές που συνθέτουν με χίλιους τρόπους. Οι μισότρελες καλοπερνούν στον έβδομο ουρανό της δημιουργίας. Come on Hildegard. Έρχεται η πρόσκληση;
Γυρίζω σπίτι. Επιτέλους κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή. Ακούω τη μουσική μου. Ακούω τα φράκταλ των ήχων που ενυπάρχουν στις μικρές κινήσεις των αόρατων σωματίων, ανοίγω το μέηλ.
Είμαι ανάμεσα στις φίλες της. Είμαστε ολοένα γυναίκες που περπατούν στο κενό, που τραγουδούν άριες, ντύνονται με ορχιδέες, γίνονται άλλα πλάσματα που αψηφούν την φιλοδοξία μπροστά στην αίσθηση, κυριαρχεί μια χρωματική έκρηξη, λίγο πολύ οι κοπέλες αυτές λένε: "είμαι ασήμαντο πλάσμα με αυτιά".
Απόψε Νεκτάριε θα ξεχάσω τον πόνο και τη χαρά, την παραφορά και τον έρωτα, τον φόβο σου για τους τάφους και τους ήρωες, τις τρίχες στ'αυτιά σου. Ελπίζω να μην πιείς πολύ ουίσκι. Θα κλείσω τα μάτια ξανά, θα κυλήσω επάνω στα κορίτσια φορείς σαν ένα κύμα. Ευτυχώς, έχω ανάγκη το άγγιγμα που δεν μου έδωσες κι έχω παρέα στο πλήρωμα του κενού το θρόισμα της ύλης. Υπάρχουμε κι ας μην είμαστε παρά οι ψίθυροι.
(στη φωτογραφία, Ever Orchid)
4 comments:
Εδώ είμαι ακόμη.Ερώτηση:γιατί δε σχολιάζει κάποιος;Ένα γεια έστω.
Προφανώς δεν έχει κάποιος να πει κάτι:)
Είναι πολλά τα μπλογκ, πολλά αυτά που γράφονται και λίγοι αυτοί που έχουν όρεξη να ασχοληθούν;
Τί να πω;
Άραγε έχει σημασία;
Έτσι κι αλλιώς, αυτά που γράφονται εδώ εξυπηρετούν μια προσωπική ανάγκη δημόσιας έκφρασης.
Εσύ τί νομίζεις;
Ανάγκη δημόσιας έκφρασης προυποθέτει και αναγνώστη(-ες).Απευθύνονται κάπου;Διαφορετικά βλέπω μοναξιά.
Νομίζω ότι όσα δημοσιεύουμε απευθύνονται σε δυνάμει αναγνώστες. Πολλά λέγονται και γίνονται γιατί πρέπει να ειπωθούν και να γίνουν. Εγώ δεν μπορώ να ελέγξω την αποδοχή ούτε να είμαι σε εξάρτηση από τον αντίκτυπο. Διαφορετικά, θα καταλήγαμε να είμαστε όμηροι του οποιουδήποτε συστήματος που απονέμει εγκυρότητα (ετεροπροσδιορίζοντας).
Η μοναξιά έχει πολλά χρώματα και είναι κάποτε κατάλληλη βάση για την ανάπτυξη σκέψεων.
Post a Comment