Thursday, August 4, 2011

Φίλα με Μίλτο, φίλα με


(Ομόνοια, Τρίτη, 2 Αυγούστου, ξημερώματα/Μια ιστορία από τον Μ.Κ.)

Όλη η ιστορία ξεκίνησε όταν πήγα στο περίπτερο στην Ομόνοια να ρίξω μια ματιά στις ξένες εφημερίδες. Έρχεται λοιπόν αυτός, νέος -και θα τολμούσα να πω, γοητευτικός (για τέτοιο μέρος και τέτοια ώρα). Μου λέει "μιλάτε ελληνικά;" Λέω "ναι". Υπέθεσα ότι ήταν τζάνκι.
Αρχίζει να μου λέει κάτι ιστορίες ότι η μάνα του δεν έχει γυρίσει σπίτι και αυτός δεν έχει κλειδιά να μπει κι έχει πεινάσει και αν μπορώ να του πάρω κάτι να φάει... δεν χρειάζεται να του δώσω χρήμα, απλά να του πάρω κάτι να φάει.
Πως μου έρχεται εμένα τότε και δεν θέλω να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο. Ίσως επειδή δεν μου αρέσει να με υποτιμούν. Προτιμώ να μου πει απλά ο άλλος τι θέλει και αν μπορώ βοηθάω.
Του ζητάω λοιπόν να με αφήσει γιατί δεν έχω την διάθεση να ακούσω τις ιστορίες του και δεν θα ήθελα την συγκεκριμένη στιγμή να τον βοηθήσω.
Με κοιτάει στα μάτια διερευνητικά και τον κοιτάζω κι εγώ εξ'ίσου έντονα.

Δεν ξέρω αν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας ή θανάσιμο μίσος αυτό που γεννήθηκε σε μια στιγμή.
Αρχίζει να μιλά διαφορετικά "α, δεν θέλεις με το καλό ε; επειδή είσαστε γκέϊ νομίζετε ότι σας ανήκει ο κόσμος ε; νομίζεις ότι θα μου κοστίσει τίποτα να σου χώσω δυο μπουνιές; το θέλεις, δεν το θέλεις; να φας δυο μπουνιές..."
"Τί είναι αυτά που λες;"
"Γιατί, νομίζεις ότι δεν το βλέπω; Ότι είσαι πούστης;"
"Και τί σε νοιάζει εσένα τι είμαι; Σου είπα εγώ τίποτα που είσαι τζάνκι;"
"Εγώ δεν είμαι τζάνκι." Μου δείχνει τις φλέβες των χεριών του. "Εσύ είσαι τζάνκι από πίσω".
Αρχίζει λοιπόν ένα παραλήρημα και δεν με αφήνει να φύγω.
Τρέχω στο φαστ φουντ της γωνίας και παρακαλώ τον ιδιωτικό φρουρό να με βοηθήσει. "Εγώ μόνο εδώ στο κατάστημα είμαι" μου εξηγεί ο σεκιουριτάς.
"Μα, γι αυτό μπήκα! Μου ζήτησε χρήματα αυτός εκεί, δεν του έδωσα και με απειλεί! Δεν μου έχει τύχει ξανά αυτό." Η κοπέλα πίσω από τα γλυκά σηκώνει το κεφάλι της στιγμιαία και ψιθυρίζει "όλοι έτσι είναι εδώ πέρα". "Όχι, δεν μου έχει ξανατύχει" της λέω.

Ο τύπος μας κοιτάζει απ έξω με ένα χαμόγελο. Ξαφνικά πάει στο απέναντι πεζοδρόμιο και λέει κάτι σε ένα περαστικό αυτοκίνητο. Σκύβει στο παράθυρο του οδηγού και μιλάει.
Βρίσκω ευκαιρία και ξεπετιέμαι στον δρόμο. Περπατάω γρήγορα προς τα κάτω στην Αθηνάς. Στα εκατόν πενήντα μέτρα τον ακούω πάλι από πίσω μου. Μου φωνάζει να σταματήσω. Σταματάω.
"Τί θέλεις από μένα;"
Αρχίζει να με κατηγορεί ότι του μίλησα άσχημα και ότι δεν μου ζήτησε και τίποτα παράλογο κ.λπ. Έχει επανέλθει σε ένα τόνο λογικής. Του εξηγώ ότι η περιοχή είναι γεμάτη τζάνκι και ότι αν όντως είναι καθαρός, θα έπρεπε να πάει στο Μοναστηράκι να αναζητήσει να φάει κάτι. Ότι εκεί έχει πιο πολύ κόσμο και οι άνθρωποι είναι λιγότερο επιφυλακτικοί.
"Πού είναι το Μοναστηράκι;"
"Δεν ξέρεις;"
"Μα δεν είμαι από δω".
"Από πού είσαι;"
"Είδες που βιάστηκες να με χαρακτηρίσεις; Από Χαλκίδα είμαι." Τώρα είναι συγκαταβατικός, σχεδόν τρυφερός.
Κι αρχίζει πάλι. Μου λέει ότι είναι καθαρός. Αλλά το ξεχειλώνει: "..δηλαδή εδώ στην Ομόνοια είναι τζάνκι αυτοί; Α... γι'αυτό έρχονταν κάτι μαύροι και ήθελαν να μου πουλήσουν χασίς. Ξέρεις, μια φορά μόνο μου έδωσαν να δοκιμάσω και ζαλίστηκα. Δεν γούσταρα..."
"Φίλε" τον σταματάω "δεν μου μοιάζεις τόσο ανυποψίαστος. Τέλος πάντων, δεν ξέρω πως θα το λύσεις το πρόβλημά σου, αλλά εγώ θα ήθελα να πάω σπίτι μου."
"Δεν έχεις να πας πουθενά!"
"Θα πρέπει να καταλάβεις ότι στον δρόμο υπάρχει ένας κώδικας συμπεριφοράς. Δεν τον σεβάστηκες. Μου επιτέθηκες. Άφησέ με ήσυχο τώρα!"
"Αφού δεν θέλεις με τον καλό τρόπο υπάρχει κι άλλος!" Έίναι η άλλη προσωπικότητα. Με βρίζει. Επιταχύνω το βήμα. Έρχεται από πίσω μου.
"Πού θα πας μωρή; Θα σε γαμήσω. Επειδή κάνατε ένα γκέϊ παρέϊντ νομίζεις ότι θα γλυτώσεις; Έτσι, έτσι, περπάτα πιο γρήγορα. Θέλω να σε δω να τρέχεις."
Όντως είμαι στο όριο να το βάλω στα πόδια. Τον ακούω από πίσω μου σαν μανιακό να με απειλεί.
Μπαίνω σε ένα ξενοδοχείο, στο Μπέϊμπι Γκραντ. Ο μισοκοιμισμένος φύλακας σηκώνεται. "Καλησπέρα". Είναι νέο παιδί, πιο ψηλός από μένα και λίγο παχουλός.Του εξηγώ την κατάσταση. Μου λέει να καθίσω. Μου λέει να πάρω την αστυνομία εφ'όσον νοιώθω ότι απειλείται η ζωή μου. "Δεν έχετε τηλέφωνο πάνω σας;" "Ναι έχω". Κάθομαι μόνος στο ημίφως της κεντρικής αίθουσας. Βγάζω το τηλέφωνο. Είμαι σαστισμένος. Ψάχνω να βρω το μενού. Μου παίρνει πέντε λεπτά να σχηματίσω το νούμερο της άμεσης δράσης.
Ο φύλακας έχει πάει έξω και συζητάει με τον διώκτη μου. Βγαίνω να δω το νούμερο του κτηρίου του ξενοδοχείου, για να το δώσω στην τηλεφωνήτρια της αστυνομίας.
Ο διώκτης μου κάνει συστάσεις στον φύλακα, να μην μπλέκεται σε κάτι που δεν τον αφορά κι ότι δεν ξέρει τι έχει μεσολαβήσει. Λέει ότι εγώ έχω βρωμόστομα και ότι τον κακοποίησα. Ότι του την έπεσα. Κοινώς, έχει αντιστρέψει την ιστορία και υποστηρίζει ότι είναι ένα παιδί που έπεσε θύμα ενός διεστραμμένου.

Ο φύλακας του ξενοδοχείου έρχεται σε μένα. Με κοιτάζει κάπως φοβισμένος. Φαίνεται πως αυτά που του έλεγε ο άλλος τον έκαναν να σφιχτεί απέναντί μου. Παραμένει ευγενής. Όχι όμως υποστηρικτικός όπως προηγουμένως. Προηγουμένως είχα προσπαθήσει να εξηγήσω γιατί βρισκόμουν στην Ομόνοια και δεν με είχε αφήσει. Μου είπε "για τους δικούς σας λόγους. Ελεύθερος άνθρωπος είσαστε." Όμως ο διώκτης μου είναι πονηρός. Είναι πραγματικά παθιασμένος ως προς την εκδοχή που υποστηρίζει. Δεν φεύγει. Περιμένει εκεί έξω να έρθει η αστυνομία.
Μου φωνάζει ακόμη: "Θέλω να μας πάνε μαζί και να μας βάλουν στο ίδιο κελί. Εκεί θα δεις τι πούτσο θα φας. Αυτό δεν ήθελες. Θα δεις. Θα καλοπεράσεις στην αστυνομία."
Κάποια στιγμή κινείται προς τα πλάγια του ξενοδοχείου, στο σκοτεινό στενό. Ξεκουμπώνει επιδεικτικά το παντελόνι του: "πάω να ρίξω ένα κατούρημα" μου κάνει, "έχεις ακόμη χρόνο να το βάλεις στα πόδια".

Επιτέλους έρχεται το αστυνομικό. Ο διώκτης μου τρέχει στο παράθυρο και αρχίζει να τους μιλάει με ένταση. Τους μιλάει για αρκετά λεπτά. Εγώ περιμένω στην πόρτα του ξενοδοχείου, δίπλα στον υπάλληλο. Επιτέλους, ο αστυνόμος έρχεται προς εμένα με ύφος αυστηρό.
"Γειά σας" του κάνω "χρειάζομαι βοήθεια. Αυτός ο άνθρωπος μου ζήτησε χρήματα και δεν του έδωσα. Από τότε με ακολούθησε και με απειλεί."
"Θα κάνετε μήνυση;"
Διστάζω. "Όχι..." τον κοιτάζω μπερδεμένος.
"Δεν μπορώ να κάνω τίποτα" μου λέει κοφτά. Κοντοστέκεται: "Γνωρίζεστε με τον κύριο;"
"Όχι! Διάβαζα ξένες εφημερίδες στο περίπτερο, στην πλατεία και ήρθε και μου μίλησε"
"Δηλαδή άμα πάμε τώρα στον κυρ-(κάποιο όνομα) στο περίπτερο και ρωτήσουμε, θα επιβεβαιώσει ότι διάβαζες εφημερίδες;"
"Δεν ξέρω αν με είδε γιατί είναι πλάϊ στο περίπτερο οι εφημερίδες σε ένα σταντ. Όμως σίγουρα με θυμάται το παιδί, ο φύλακας στο φαστ. Κοιτάξτε, έρχομαι συχνά εδώ, περπατώ, διαβάζω εφημερίδες, γνωρίζω την περιοχή. Πολλές φορές βοηθάω κιόλας τους χρήστες, τους παίρνω φαγητό. Αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χρήστης. Δεν ξέρω τι είναι. Καταλαβαίνετε;"
Κατεβάζει το κεφάλι και μουρμουρίζει "μωρέ εγώ καταλαβαίνω περισσότερα από όσα νομίζεις".

Συμπληρώνουν τα στοιχεία μας, μας δίνουν πίσω τις ταυτότητες, επιβεβαιώνω ότι δεν θέλω να μπλέξω με νομική διαδικασία και δεν θα κάνω μήνυση, απλά ζητώ να με πάνε με το αστυνομικό πιο κάτω για να γλυτώσω. Μου λένε "περάστε κύριε" και μπαίνω στο αυτοκίνητο.
"Αυτή τη φορά την γλύτωσες, αλλά εδώ είμαστε" μου λέει ο διώκτης μου πάνω από τις μύτες των αστυνομικών, σκύβοντας πάνω στο καπώ.
"Ευχαριστώ πολύ" του απαντώ.

Στο αμάξι συνεχίζω να τους εξηγώ την κατάσταση. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να τους δώσω να καταλάβουν ποιός είμαι. Θέλω να καταλάβουν ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών άνθρωποι και να μην κρίνουν με βάση τις προκαταλήψεις τους. Τους λέω ότι μ'ενδιαφέρει να περπατώ στην πόλη μου και να βλέπω τι γίνεται. Ότι καταλαβαίνω τι σημαίνει να είναι κανείς εξαθλιωμένος, στον δρόμο και γι'αυτό κρατώ πάντα τις σωστές αποστάσεις και δείχνω σεβασμό σε όλους.
"Ρε μήπως δεν τα βρήκατε στην συμφωνία;" μου πετάει απηυδησμένος ο οδηγός.
"Τί; ότι δηλαδή πήγα εγώ για ναρκωτικά και..."
"Όχι ναρκωτικά. Ξέρεις"
Τους λέω ότι καταλαβαίνω τη θέση τους, ότι δεν είναι σε θέση να επαληθεύσουν τις ιστορίες του καθενός, όμως εν πάση περιπτώσει, εγώ οφείλω να τους εξηγήσω ακόμη μια φορά ότι δεν είχα πάει στην Ομόνοια για αγοραπωλησίες κι ότι ο άνθρωπος που με καταδίωξε είναι παθολογικός και θα μπορούσε να κάνει κακό.
Και οι δύο αστυνομικοί είναι ξανθοί. Ο συνοδηγός του, ένα πολύ νέο και στρουμπουλό παιδί, δεν μιλά καθόλου. Μόνο μια φορά προηγουμένως ήρθε κοντά μου με ένα βιβλίο συμβάντων και κατέγραψε όνομα και διεύθυνση. Έμοιαζε τρομοκρατημένος.
"Γειά σας κύριε" μου κάνει ο οδηγός καθώς με κατεβάζουν στο Μοναστηράκι. "Σας ευχαριστώ πολύ" απαντώ. Κλείνω την πόρτα και χάνομαι στα στενά του Γιουσουρούμ.

Καθώς περπατώ μόνος, νοιώθω σα να με έχουν δείρει. Παρ' όλ'αυτά, μου έχει εντυπωθεί το πάθος αυτού του ανθρώπου για μένα, έστω δολοφονικό πάθος. Μου έρχεται στο νου η σκηνή με την Μερκούρη στο ρόλο της Στέλλας και τον Μίλτο που κρατά μαχαίρι. Φαντάζομαι εναλλακτικά τον Μίλτο να κυνηγάει τη Στέλλα αντί να της λέει να μην τον πλησιάσει. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει διαφορά. Ή μάλλον, ναι, υπάρχει. Ο Μίλτος που κυνηγάει τη Στέλλα... πάει το δράμα. Εδώ αρχίζει το σπλάτερ, η κωμωδία.

Πηγή έμπνευσης: http://www.tvxs.gr/v12751

Το παρακάτω άρθρο αποτελεί ακόμη μια προσφορά στο μέλλον της πατρίδας μας (heimat)

Εμβόλιμη εισαγωγή/σύνοψη:
Βρίσκω αλλού ξημερωμένο όποιον δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη της βιωματικής σύνδεσης ανάμεσα στον τραγουδοποιό ή λαϊκό μουσικό και τον κόσμο. Η Lhasa τραγουδά σε δυο τρεις γλώσσες, αλλά είναι όλες δικές της, έχει ζήσει και ζει μέσα σε αυτές τις γλώσσες. Από την άλλη, η Αρβανιτάκη για παράδειγμα αγγίζει πολλούς ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν ελληνικά. Γιατί; Μα βέβαια, επειδή δεν μαϊμουδίζει, αλλά έχει αυθεντική φωνή που συχνά υπερβαίνει τα γλωσσικά και πολιτισμικά σύνορα, κάτι που ισχύει για κάθε μουσικό που έχει τα πόδια του στη γη, στο συγκεκριμένο, σε κάποιο πραγματικό τόπο. Από μια τέτοια στέρεη βάση μπορείς να ξεκινήσεις για να κάνεις όλων των ειδών τα πειράματα, αλλά προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσεις το έδαφος όπου πατάς. Όλα τα υπόλοιπα είναι συμπώματα μιμητισμού, ναρκισιστικά πειράματα στο κενό.


...Λοιπόν, συνήθως δεν γίνομαι bitchy,
αλλά, επειδή έχει παραγίνει το πράγμα με την φόρα γε-γε των πολιτισμικών παραγωγών με όνειρα διεθνούς μεγαλείου (optional κομπολόϊ ή φράτζα) που χουρχουρίζουν ανοιχτόστομα καταπίνοντας το τελευταίο αφόδευμα του ΝΜΕ* αν βγαίνει ακόμα η χαζοφυλλάδα και καταντήσαμε τη Μόνικα ανίκανη να ψελλίσει το όνομά της χωρίς proforah... ήθελα να σας πω ότι τα αγγλοκεντρικά γκρουπάκια ψιλοανακατέβουν τη σούπα των υπολειμμάτων από τις προηγούμενες δεκαετίες της naive έκφρασης (λουλούδια, από τ'αυτιά ως την κωλότσεπη του Μόρισσι...), όταν ακόμη η κουλτούρα έβγαινε κυρίως από την μεταμοντέρνα Δύση και νομίζαμε ότι αυτή η μαυρίλα, η παραφορά, η θλίψη που ψυχανεμιζόταν το τέλος της ηγεμονίας της, αποτελούσε κοσμικό επιφαινόμενο, αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν "universal".

Η ποπ κουλτούρα βεβαίως βεβαίως, αργοπορώντας όσο έμενε κυρίαρχη η ΤV και με απίστευτη επιτάχυνση (να μη σκεφτώ καν τι γίνεται πια, στα χρόνια του Web2), έφτασε αισίως στον τοίχο του φυσικού ήχου, στον θόρυβο, στην απρόσωπη κυβερνοποπ, στα τυχαία ηχητικά συμβάντα... ξεπήδησαν οι πραγματικά ζωντανές και αυτονομημένες σκηνές fusion από την Βαρκελώνη μέχρι τη Λαχώρη και το Τόκυο. Πήρε φωτιά το τοπίο, εξατμίστηκε όλο. Και κολυμπάμε πια σε αυτό το ψυχονέφος... κολυμπάμε δίχως υποχρεώσεις σε άλλον πέρα από τη συνείδησή μας, σίγουρα δίχως σιγουριά, δίχως γνώση που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση.

Έρχονται τώρα καθυστερημένα κάποιοι νοσταλγοί του μαζικού ροκ και της αυθεντίας... (οι λάτρεις του μπλε χαπιού) να μας πουλήσουν φούμαρα για μεταξωτές κορδέλλες. Nice old expression. Το ίδιο κάνουν και τα έμο υβρίδια, δεν λέω. Αρσενικό και θηλυκό, γιν γιαν. Nαι, ήθελα λοιπόν να πω, ότι it's OK, όποιος θέλει να πληρώσει για να χαζέψει τους περιφερόμενους με το τελευταίο χιτάκι, σιντάκι, ποντκαστάκι κλπ, ...it's OK, όποιος θέλει θα το κάνει και θα κατεβάσει και μερικές μπύρες και από κει και πέρα θα του αρέσει ότι κι αν κουδουνίζει μέσα στα αυτιά του, όπως γινόταν πάντα. Όμως, μη μας ζαλίζετε άλλο με το τελευταίο trend se agglikia glwssa... υπερθεματίζοντας αναίσχυντα! Γιατί εκεί που βρεθήκαμε ο κόσμος σήμερα... Τί αξίζει να ακούει κανείς;
Τί, πώς, πού...

Αφού μπορεί να κάνει remix κανείς την ίδια του τη ζωή, σερφάροντας στα δαιδαλώδη φιορδ με Σομαλούς και άλλους πειρατές, μαθαίνοντας καθημερινά κόλπα και ρουφώντας την μεμοραμπίλια που σέρνεται άπλετη στο διαδίκτυο: να βρίσκεται με τους φίλους του (επιτρέψτε μου: Gal Kosta, Shostakovich, Bliki Circus, Edgard Varèse, 武満徹, Henryk Górecki, Nusrat Fateh Ali Khan u know what I mean) ή μόνη/ος, με ένα καλό ζευγάρι ηχεία και να απολαμβάνει σύμμεικτα περιβάλλοντα, βιολογικών φρούτων με κρασί, πνοές φρέσκου αέρα, ησυχίας, ένα κίτρινο βιβλίο μέχρι να δύσει ο ήλιος και άμα λάχει, έναν υπνάκο, ακόμη και γιόγκα.

Κοινώς,
το τί σαρώνει την υφήλιο (πέρα από τη βλακεία),
το τι είναι διάφανο με υψηλές προδιαγραφές (πέρα από την κουνουπιέρα μου),
το τι αποτελεί ρευστό μεθυστικό ρόφημα (πέρα από το τσάι Ντε Νι) και
το τι είναι ασεβές (πέρα από την άρνηση να παραμυθιαστούμε κατά παραγγελία),

τα τέσσερα ως άνω και πολλά άλλα, αποτελούν σειρά ερωτημάτων που επιδέχονται πολλαπλές λύσεις, κατά τρόπο που αν ήταν πολυώνυμο δεν θα είχε απαραίτητα γραφική παράσταση συγκλίνουσα στα γκισέ κάποιου διασκεδαστηρίου ή άλλης νυχτερινής πίστας.

Καλή τύχη σε όλα τα παιδιά, καλή προσγείωση στα έπεα**.




*νάσιοναλ μιούζικαλ εξπρές
**πτερόεντα