Σε σχέση με το παρακάτω άρθρο του Χ. Γιανναρά που αντιγράφω από την Καθημερινή (07-02-10), έχω μια "απλή" ερώτηση: είναι άραγε τόσο σαφής και προκαθορισμένος ο ανθρωπολογικός τύπος που μας αφορά ή αυτός που επιδιώκουμε να πραγματώσουμε;
Δηλαδή, αν εσείς έχετε χαρτογραφήσει πλήρως και εκ των προτέρων την Ιθάκη, τί μοίρα επιφυλάσσετε σε όσους και όσες από μας ωριμάσαμε διατρέχοντας την απόσταση ανάμεσα στην αλήθεια και το veritas, την δημοκρατία και το res publica, πρόσωπo και persona, σε όσους από μας πήγαμε ίσως και πιο πέρα, εγκλωβιστήκαμε προς στιγμήν σε σιωπές ενδιάμεσες, αφουγκραστήκαμε κάποτε τους τρόπους της Τουρκικής γλώσσας ή κάποιας άλλης πιο ανατολικής παράδοσης, ερωτευτήκαμε σε άλλες γλώσσες, κλάψαμε σε άλλες γλώσσες και επιστρέψαμε και πάλι στην ελληνική με συντριβή, προβληματισμό, αγάπη, ελπίδα και όνειρο; Ποιός σας είπε ότι όσοι αλλόφυλοι μας μπόλιασαν με τη ζωή τους ήταν παγωμένοι τύποι μιας δυτικής αντίληψης και όχι (σαν και του λόγου μας) ταξειδευτές του κόσμου; Ποιός σας απέδειξε ότι τα πράγματα είναι αυστηρά έτσι ή αλλιώς; Είναι τελικά δυνατόν να παγώσουν οι κοινωνίες και να περιχαρακωθούν μέσα σε μια και μόνη κοσμοαντίληψη! Τί μένει από την γνώση όταν χαθεί η απορία;
Φυσικά με ενδιαφέρουν πολύ οι αγωνίες σας και το θέμα της γλώσσας αποτελεί πρωταρχικό μου μέλημα, πιστεύω δε ότι στην Ελλάδα έχουμε παραμελήσει αυτό το ουσιώδες της ιδιοσύστασής μας, όμως η λύση δεν είναι να αποποιηθούμε τον πλούτο μας... όσα σπέρματα αλλοφύλων ηδονικά συλλέξαμε και μας δηλητηρίασαν (ευτυχώς) ώστε να είμαστε σήμερα μπάσταρδα πνεύματα -και το λέω αυτό με έμφαση: πνεύματα. Δεν μιλώ για τους μιμητές της φόρμας, τους "σουλατσαδόρους" της επιφάνειας που ποτέ δεν είχαν φορτίο ιστορικής αποστολής, ποτέ δεν είχαν γόνιμο έδαφος για τα ατυχήματα της ερωτικής επιμειξίας. Μιλώ για όσους και όσες αγαπούν με πάθος το ταξίδι και αναζητούν διαρκώς μιαν επιστροφή, πιθανά ανέλπιδη αλλά και σωτήρια. Επιστροφή στο συμπαγές είναι του παρόντος χρόνου, ικανό να συμπεριλάβει το μέχρι πρότινος άρρητο και να εκπορεύσει την επική εξιστόρηση και τη λυρική παραμυθία εκ νέου.
Αν η αποδόμηση προέκυψε ως αναγκαιότητα μιας άλλης κοσμοαντίληψης, δεν καταλαβαίνω πως μπορούμε να οριοθετήσουμε αυτό το άλλο με τόσο συνοπτικές ιδεολογικές "φάτουα". Ας καυτηριάσουμε καλύτερα την κατάρα της σύγχρονης Ελλάδας, την μέγιστη κατάρα: την αποποίηση της ιστορικότητας χάριν μιας ανώδυνης ευκολίας του φαίνεσθαι.
Εξουσία που «αποδομεί» την κοινωνία
Tου Χρηστου Γιανναρα
Το να είσαι Ιταλός, Γάλλος, Βρετανός, Ελληνας ή ό, τι ανάλογο δεν δηλώνει μόνο μια συμβατική, κρατική υπηκοότητα. Δηλώνει ότι «ανήκεις» σε μια συλλογικότητα με μεγαλύτερη ή μικρότερη ώς τώρα διαδρομή στην ανθρώπινη Ιστορία – ανήκεις σε μια γλώσσα, σε μια συνείδηση κοινού παρελθόντος, σε κοινή νοο-τροπία, κοινό θησαύρισμα πείρας που παραδίνεται από γενιά σε γενιά και διαμορφώνει συν-ήθειες, ένα κοινό ήθος, περίπου συλλογικό χαρακτήρα.
Οταν στη μητρική σου γλώσσα (τη γλώσσα που σε πρωτομπόλιασε στην κοινή «λογική»: σε σκέψη και κρίση) η συλλογικότητα σημαίνεται ως «κοινωνία» (δυναμική σχέσεων, συμ-μετοχή και αλληλεξάρτηση στην πραγμάτωση της ζωής), δεν είναι δυνατό να έχεις την ίδια οπτική και την ίδια εκδοχή της πραγματικότητας με συνάνθρωπό σου, καθ’ όλα σεβαστόν και αγαπημένο, που στη μητρική του γλώσσα η συλλογικότητα είναι μόνο «societas», δηλαδή «εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι». Αλλη νοο-τροπία και άλλα αντανακλαστικά σκέψης και πράξης διαμορφώνει το νοηματικό και βιωματικό φορτίο της λέξης «α-λήθεια» και άλλο της λέξης «veritas», διαφορετικό της λέξης «νόμος» και διαφορετικό της λέξης «lex» – το ίδιο και με αναρίθμητα ακόμη ζεύγη λέξεων: «λόγος» και «ratio», «πρόσωπο» και «persona», «δημοκρατία» και «res publica» κ. λπ., κ. λπ.
Διαφορετικόν ανθρωπολογικό τύπο διαμορφώνει μια συλλογικότητα με παρελθόν κατακτητικών κυρίως πολέμων, επιθετικών αναζητήσεων «ζωτικού χώρου», αποικιοκρατικών εθισμών, και διαφορετικόν μια άλλη που αιώνες πολλούς κυρίως αμυνόταν, επιβίωνε χάρη στην πανανθρώπινη εμβέλεια της πνευματικής της πραμάτειας. Διαφορετική νοο-τροπία και ήθος χαρακτηρίζει μια συλλογικότητα που η μεταφυσική της αναφορά ήταν πάντοτε ένας Θεός τιμωρός, αμείλικτος δικαστής και σαδιστής πατέρας, η «αμαρτία» παράβαση νόμου, ενοχή, εξαγοράσιμος κολασμός, και διαφορετική προκύπτει μια συλλογικότητα που ξέρει τον Θεό «νυμφίο», «εραστή μανικώτατον» του ανθρώπου και την αμαρτία «αστοχίαν», «απόπτωσιν από του στόχου», του στόχου πληρότητας της ζωής που είναι ο «όντως έρως».
Δεν ανήκουμε σε «εθνότητα», είναι ανεπαρκέστατη η λέξη. Ανήκουμε σε μια γλώσσα, σε μια κοινή ιστορική εμπειρία, σε μια παράδοση και συνέχεια πείρας, νοοτροπίας, μεταφυσικής ελπίδας. Αλλά αυτό το «ανήκειν», το «συνυπάρχειν» με κοινό, συνεκτικό της συλλογικότητας «τρόπο», βιώνεται και κατανοείται σε συνάρτηση πάντοτε με την καλλιέργεια του καθενός, το αισθητήριό του «ποιότητας» της ζωής.
Οι φτηνοί άνθρωποι του ό, τι φάμε ό, τι πιούμε και ό, τι τέλος πάντων ηδονικό αρπάξουμε, παρακάμπτουν το υπάρχειν (που είναι πάντοτε συνύπαρξη) και λογαριάζουν για ζωή το «έχειν»: Να κατέχουν, να εξουσιάζουν, να τα έχουν όλα υποταγμένα στις απαιτήσεις του εγώ. Καταλαβαίνουν τη συλλογικότητα μόνο σαν «κράτος» και το «ανήκειν» μόνο σαν συμβατική «υπηκοότητα». Λογαριάζουν το κράτος σαν εξουσιαστικό μηχανισμό διαχείρισης των κοινών και τους ενδιαφέρει μόνο για όσα χρηστικά τους παρέχει.
Πολύ συχνά, φτηνοί άνθρωποι ορέγονται τη διαχείριση του κράτους, την εξουσία της διαχείρισης. Οχι για να υπηρετήσουν τον δημιουργικό δυναμισμό της κοινωνικής συνοχής, τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, τη θησαυρισμένη παράδοση, τη μεταφυσική ελπίδα – είναι ευτελείς άνθρωποι, δεν καταλαβαίνουν τίποτε από αυτά. Διψάνε εξουσία από ιδιοτέλεια και μόνο: Να προβληθεί το εγώ τους, να εξαρτώνται όλοι οι άλλοι από αυτούς, να βρίσκονται συνεχώς στη δημοσιότητα, να εισπράττουν κολακείες και χειροκροτήματα. ΄Η για σκοπιμότητες χυδαίου ηδονισμού: Να μπορούν να κλέβουν το δημόσιο ταμείο, να διαπλέκονται με μεγιστάνες του πλούτου και να δωροδοκούνται, να ζουν με πολυτέλεια ονειρώδη για τις ικανότητές τους και την καταγωγική τους ανέχεια.
Αφού λογαριάζουν τη συλλογικότητα μόνο σαν χρηστικό δεδομένο, ωφελιμιστική πραγματικότητα, τι πιο φυσικό να είναι απάτριδες, διεθνιστές, συνεπέστατοι «αποδομιστές» κάθε μη χρηστικής εκδοχής των θεμελίων της συνύπαρξης – της γλώσσας, της παιδείας, της Ιστορίας, της Τέχνης, της πολιτικής, της μεταφυσικής. Και για να προσδώσουν εγκυρότητα στον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού, καταφεύγουν στην πιο αναχρονιστική και άκριτη ανάγνωση του Μαρξισμού: Βλέπουν τη συλλογικότητα να συγκροτείται μόνο στη «βάση» των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων, επομένως ο πολιτισμός, οι διαφορές των πολιτισμών, η ποικιλία των παραδόσεων, δεν είναι παρά «εποικοδόμημα» σε αυτή την πρωτεύουσα βάση. Πώς λοιπόν να μην είναι πανέτοιμοι, παίρνοντας την εξουσία, να καταστρέψουν τη γλώσσα, να στρεβλώνουν και κατασυκοφαντήσουν την ιστορία του τόπου τους, να διασύρουν την αξιοπρέπεια του λαού τους, να χλευάσουν τη λαϊκή παράδοση και ευσέβεια, να πρακτορεύσουν (με το αζημίωτο) ξένα συμφέροντα;
Η καταφυγή της μηδενιστικής πολιτικής πρακτικής σε μαρξιστικά ψιμύθια, προκειμένου να εξωραϊστεί ο πρωτογονισμός της ακοινώνητης εγωκεντρικής ύπαρξης, δεν περιορίζει το σύμπτωμα σε μόνη την παράταξη της δήθεν Αριστεράς. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, η διαχείριση της Παιδείας ανατίθεται (από κάθε κυβέρνηση οποιουδήποτε κόμματος και πρωθυπουργού) σε άτομα του ανθρωπολογικού τύπου των «αποδομιστών». Και αν υπάρξουν διαμαρτυρίες για την προκλητική αυθαιρεσία και αναίδεια αυτών των ατόμων, ξεσηκώνεται αμέσως μια θαυμαστά συντονισμένη συγχορδία υπερασπιστών της «αποδόμησης», συγχορδία από πριμαντόνες της δημοσιότητας που καλύπτουν όλο το «πολιτικό» φάσμα: από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά ώς την πιο φανταιζίστικη τάχα και Αριστερά.
Οταν έγραφε ο Καβάφης: «... το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν», απηχούσε μιαν επίγνωση της ελληνικότητας αυτονόητη στις μέρες του για μεγάλες πληθυσμικές ομάδες (όχι μόνο ελληνόφωνες). Από μια τέτοια επίγνωση (συνάρτηση καλλιέργειας) στερούν τον Ελληνισμό (τον ελλαδικό και της διασποράς) οι θλιβερές συμπλεγματικές φιγούρες που προσλαμβάνονται στο υπουργείο Παιδείας (με κάθε κυβέρνηση) για να οργανώσουν την κοινωνική άμυνα απέναντι στην απειλή του «εθνικισμού».
Οι πολλοί απλοί άνθρωποι που επενδύουν συναισθηματικά σε ιδεολογικές γενικότητες περί ενδόξων προγόνων και πρωτοπορίας άλλοτε στον πολιτισμό, δεν μπορούν πια να έχουν την επίγνωση της καβαφικής ελληνικότητας. Νιώθουν, όμως, να βιάζεται ο ψυχισμός τους από την πολιτική μεθοδικού αφελληνισμού της ελληνόφωνης (ακόμα) κοινωνίας. Και η μόνη λογική εξήγηση που βρίσκουν γι’ αυτό τον βιασμό, συνάγεται από συμπεριφορές που όζουν «πρακτοριλίκι». Δεν είναι μυστικό ότι ο «ξένος παράγων» θέλει από το ελλαδικό κρατίδιο να απεμπολήσει εσπευσμένα την ελληνικότητα της Κύπρου, της Μακεδονίας, του Αιγαίου – τουλάχιστον.
Ολα έχουν μια τιμή. Εκτός από την καβαφική ελληνικότητα.
(η φωτ. είναι από την ταινία carnival of souls)
No comments:
Post a Comment