Monday, July 21, 2008

Xm




μισό λίτρο παγωτό καϊμάκι πολίτικο, φλούδες καρύδα, τρίμμα καρύδα, φλούδια κρεμμυδιού βιολογικού. Αναμμένο ερ κοντίσιον κλίμα live, φύλλα κιτρινισμένα στην ταράτσα, γνωρίζω πως όταν θέλω διαθέτω ένα βασικό ταλέντο που είναι ο αυτοσχεδιασμός με ότι διαθέτω, παρά τα χτυπήματα η όρεξη καλά κρατεί, στροβιλίζεται το σώμα στον ζεστό αέρα, κλείνεται στον κύκλο του, στους τέσσερις τοίχους, κλείνεται όσο κρατήσει η μέρα, μακριά από το κέντρο, μακριά από τα ίδια λόγια που έχει πει και δεν κρατιέται να αρθρώσει πάλι, μακριά από τις παραλίες με τους άντρες που περπατούν στα χέρια, στο Φάληρο. 

Μαλακίες πάλι, σώπα. Κάνε έτσι και τράβα την φράτζα από το κούτελο! Τί χάλια είναι αυτά; Πήγαινε πλύσου. Πού γύριζες χθες τη νύχτα;
Στην ηλικία μου τί έκανες; Δεν γύριζες;
Γύριζα και αναρωτιέμαι πως δεν έπαθα κάτι. Τύχη. Καθαρή τύχη.
Πού ξέρω εγώ αν έπαθες.  Σκοπεύεις να με προστατέψεις;

Με μια σπάτουλα μαζεύω το αλεύρι από το τραπέζι, έχω ιδρώσει, σκέφτομαι τι άλλο χρειάζομαι, ίσως λίγο ακόμη μοσχοκάρυδο να προσθέσω στη γέμιση πριν προχωρήσω. Αναμμένος ο φούρνος στους 200 και λίγο παραπάνω ήθελα, 250. Να μπει μέσα το ταψί και να ραντίσω με νεράκι να κάνει ατμό και να πάρει να ψήνεται αμέσως...
Όλα είναι πάλι όπως το φοβόμουν. Υπάρχει ένας αδύνατος απέναντι, ένας κακομοίρης εικοσάχρονος -ψηλός, ξανθός, αδύνατος, ένα ενενήντα, σερβίρει και καθαρίζει τραπέζια, χωράει να κάτσει στη φούχτα σου, πάει έρχεται, κρίμα, κρίμα. Θα γίνεις κάποιος με συγγενείς, με προβληματάκια, με παιδιά, σύζυγος με αμάξι, σοβαρός μπαμπάς, θα γίνεις λειώμα ένα βράδυ παρέα με τον άλλο που ξύρισε το κεφάλι και περνά τα απογεύματα στο ψιλικατζίδικο να χαζεύει αθλητικές εφημερίδες. Βαρύς και κάπως νόστιμος, χαζεύω τον χρόνο που δεν γίνεται τίποτα. 
Κάθεσαι στην καρέκλα, απαθής, κενός. Έχεις φίλους τον κοντοκώλη με το μοτοσακό, τον νόστιμο που λάκισε προς Αλβανία, έχεις την αδερφή σου, ολημερίς νύχια και να καθαρίζει ροζ πενηνταράκι σκούτερ βέσπα... τι σκατά, έξω η κοιλιά της, σκουλαρίκια στον αφαλό, σκατά, όλα σκατά, όλα αυτά, αν έχεις τύχη θα αστράψει ο θεός που πιστεύετε ένα αστροπελέκι να σας φυτρώσει εκεί μέσα στο νου μια ελπίδα, να χάσει ο κόσμος το αυστηρό του πρόσωπο και να ανοίξει τρύπα στο στερέωμα, να φέξει από μέσα μπλε μαύρο, να υποψιαστείτε μια σταλιά και να φρίξετε, να βγάλετε αφρούς από το στόμα και φρικιώντας, με ένα βιβλίο στο δεξί και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο άλλο, περιδιαβαίνοντας πάνω κάτω το δωμάτιο, θα αγγίξετε λίγο το τραπέζι, σα να χαϊδεύετε κάποιον.  Θα διατυπώσετε την ευχή να πεθάνουν όλοι οι άλλοι, θα ακούσετε την ευχή σας και θα φρίξετε περισσότερο, θα πεταχτείτε κάθιδροι, θα αγαπήσετε τον τελευταίο ψωριάρη με πρησμένη κόκκινη μύτη, κόκκινα μάτια, στη Συγγρού, στο Φάληρο, στην άδεια Ακαδημίας. 

Θα μουρμουρίσετε σε μια δυο γλώσσες και θα κινήσετε μεμιάς την διαδικασία αποχής από τον κόσμο με τις ροζ κουρτίνες, τα λουλούδια, τα χαμόγελα, τα σκατά με περιτύλιγμα και μηδέν βιταμίνη, τρως καλά καλά και μένεις άδειος, άντε να ψωνίσεις οτιδήποτε και να είναι όλα fine, γαμημένε φίλε, άνοιξε λίγο και αναρωτήσου πως εγώ και πως εσύ, σε λίγο, πως θα χάσουμε ότι μας δόθηκε, πως θα ξυνίσουν  οι καρποί, θα ματώσουν τα στήθη, τα μάγουλα, οι σκιές της πείνας, της αρρώστιας, τα ίδια λένε όλοι για την εποχή που θα βασιλεύει ο Τένκο Ντρίο των γκρι.

Μη φοβάσαι Βέρα. Πήγαινε μια βόλτα.
Α, όλα ΟΚ τώρα;
Ναι.
Και το παραλήρημα; Τί λες τόση ώρα μόνη σου στην κουζίνα;
Τίποτα. Είχα αφήσει ανοιχτό το ραδιόφωνο και έπαιζε. Ήταν μια φωνή...
Πού έλεγε τί; Άκουσα να βρίζει. Κάποιος έβριζε.
Δεν ήμουν εγώ. Ξέρεις να βρίζω;
Καλώς. Φεύγω. Με περιμένει ο Γιώργος.
Το λές σα να είναι μικρό παιδί. Συμμαθητής σου;
Όχι. Ενας μπόμπιρας που με βοηθάει με το παιχνίδι. Σοφτ Q.
Τί είναι;
Μια μαλακία, αλλά ξέρει καλά.
Παιχνίδι;
Ναι.

Την κοιτάζω να κατεβαίνει τη σκάλα. Μια με το ένα χέρι, μια με το άλλο. 
Κυλά απαλά σα νεαρός αραχνοπίθηκος. Με τα κρόσια του δερμάτινου στη σκάλα.  Δέρμα μαλακό σαν καλογυαλισμένο από τη ζέστη βούτυρο, λειωμένο. Βούτυρο με μάρμαρο. Κατεβαίνει, ακούω τα τελευταία βήματα στη σκάλα κι έπειτα τον αντίλαλο. Θα μπορούσε να κατεβαίνει για πάντα.
Δεν υπάρχει κανείς εδώ. 
Αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζονται τα γκρίζα μούτρα με τις απαιτήσεις τους. Είναι η ώρα που υποτίθεται εμφανίζονται από μια γωνία του σπιτιού, κάνουν έναν πήδο και σταματούν πλάι σου. 

"Καλά, θα τα πούμε άλλη στιγμή." Τί να εξηγώ σε ανίδεους. Από περιέργεια ήρθαν.
Τί κοιτάζει έτσι ο παππούς εκεί; Τί κοιτάζεις έτσι εσύ νεαρέ με τη φράτζα; Δεν σου είπα να την ανασηκώσεις λίγο; Δεν βλέπω το κούτελό σου. Αφήστε τα παιχνίδια, δεν ήρθαμε εδώ για πλάκα. Επίκειται απόβαση, έρχονται μαζικά, ιστορίες για άγριους ξυλοδαρμούς, για ακρωτηριασμούς, για τηλέφωνα που χτυπούν μέσα στη νύχτα, μαγνητικά φαινόμενα και ιστορίες, μικροτσιπόζωα, κάντε ότι θέλετε... αυτό είναι το θέμα. Αυτό.

Έτσι θα μιλήσω.
Καθαρά.

Τα γκρίζα μούτρα έρχονται μετά τις πέντε. Είναι ήδη σχεδόν έξη παρά τέταρτο. Έρχονται όπου νάναι. Βαριέμαι, θε μου βαριέμαι. Ακόμη δυο χαμένες ώρες μαζύ τους. Δεν θα θυμάμαι τίποτα μετά. Απολύτως.
Ξαπλώνω και εύχομαι να ήταν ο σερβιτόρος με τα ξανθά μαλλιά ή ένας από το καφενείο, ο καβλιάρης γείτονας με το θολωμένο βλέμμα και ένα πιστόλι στο άλλο χέρι, να με προστατέψει όταν γίνει το κακό και πάνω στον πανικό, κατεβάζει το άλλο χέρι εκεί που φαντάζεσαι, εκεί κάτω, τεντωμένο σα λάστιχο, η γυναίκα του στο μπαλκόνι να γρυλλίζει, εκατό φορές καλύτερα αυτό, παρά αυτό εδώ.
 
Το τέλειο ερπετό, το γκρίζο δέρμα, νυχάκια περιποιημένα και γαμψά όπως μίας χελώνας. Καλό κι αυτό. Μόνη μαζί με έναν από δαύτους.
HI!
Έχω την βλακώδη τάση να τους μιλώ αγγλικά. Λες και καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν εδώ που τα λέμε. Καταλαβαίνουν ότι θέλουν. Ξέρουν βέβαια τι θέλουν και ξέρουν πως να το βρουν.  Βεβαίως είναι εξοπλισμένοι με αυτά που χρειάζονται και δεν κάθονται να εξηγούν πολλά πολλά. Καθόμουν στο κομμωτήριο, μύριζε παντού βαφή και μου έλεγε η Τάμα ότι έχει κάνει σεξ με ένα γκρίζο ανθρωπάκι στο περβάζι του εξοχικού της κοντά στη λίμνη. Αστείο πράγμα.
Δεν θυμάσαι τίποτα μετά. Σάπια η ιστορία της και τέρμα.
Νάτο, αρχίζει τώρα. Έρχονται κι οι άλλοι που μου τραβούν το ποτό από το χέρι. Πέφτει το ποτήρι, σπάει. 
Hello?
Τους μιλώ αγγλικά όπως είπα. Για πλάκα. Γελούν με τον δικό τους τρόπο. Ένας θόρυβος από τη δεξιά μασχάλη του αρχηγού τους και χουχουλίζουν ύστερα κι οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο. 
Κάπου νομίζω είχα δει μια τέτοια συνάθροιση. Πως κάθονταν όλοι γύρω από ένα χειρουργείο και μελετούσαν τον γήϊνο.

Είμαι τώρα -το συνειδητοποιώ- μια μητέρα μόνη στο διαμέρισμά μου πάνω από τη λεωφόρο με τα πολλά οχήματα σε έντονες αποχρώσεις. Αναδίνονται ατμοί από τα φρεάτια. Ακούγονται ασθενοφόρα και αλαλαγμοί από γκρουπ ανθρώπων. Από τον έκτο όροφο βλέπω καλά στον δρόμο. Αν ήμουν πιο πάνω, θα ήταν δύσκολο. Αν μάλιστα ήμουν στην κορυφή του πύργου, θα έβλεπα μόνο κουκίδες κάτω. 
Συνήθως παίζω μουσική τα απογεύματα. Κάθομαι στο πιάνο, το συνδέω με τα ηχεία, πετάω ένα πρόφιτ, ή ένα αναλογικό συνθ, χαϊδεύω τα πλήκτρα, παίζω ηχοχρώματα που ποικίλλουν από Άγρια δύση, Ένιο Μορικόνε, Sticky little fingers, ensalada tropicana, θα μπορούσε να ονομαστεί το τελικό αποτέλεσμα μεταξύ νοσταλγίας, cyber shit και νοσταλγία πιο θολή για κάτι, από σουβλάκι μέχρι βιολογικό υγρό καθαρισμού πατωμάτων, ότι θες περνά από το μυαλό τέτοιες ώρες, μερικές φορές χτυπά το κουδούνι και είναι η Βέρα που έχει γυρίσει νωρίς, πριν τις εννιά, και τότε όλα πρέπει να αλλάξουν ρυθμό και τόνο, να πάψω να σκέφτομαι την εκμετάλλευση και να μην αναλογίζομαι το πως και το γιατί. 

Υπεραγαπώ τη Βέρα. Δεν θα την πληγώσω. Προτιμώ να πεθάνω τώρα, παρά να νοιώσει ότι την πρόδωσα. 
Αυτό μου ζητούν.
Κάτι συμβαίνει τελευταία και επιμένουν. Θέλουν να αφήσω τα παιχνίδια τους να συμπεριλάβουν και...
Αν τους ξεγελάσω, σκέφτηκα, υιοθετώντας κάποιον από αυτούς του σερβιτόρους απέναντι, ωχ... τρελές ιδέες.
 Αν τον καλέσω μια μέρα για ποτό και του ριχτώ την ώρα που έρχονται. Για να μας βρουν παρέα. 
Και τότε, ξαφνικά, όσο εκείνος θα τρέμει, θα ανοίξω το στόμα μου διάπλατα, φωνάζοντας ΒΕΡΑ! Θα κάνω ότι δείχνω συνθηματικά πλάι και ίσως πιστέψουν ότι τους παραδίνω την αγαπημένη μου Βέρα. 
Πού ξέρουν εκείνοι για μας; Που ξέρουν οτιδήποτε για τις συγγένειες και την αγάπη μου;
Παραδίνοντας τον αδύνατο σερβιτόρο, θα έχω εκπληρώσει την υπόσχεσή μου στη φυλή τους. Όποιος κι αν τους έφερε υπόγραψε συμβόλαια που συμπεριλαμβάνουν πείραμα με διακλαδώσεις, όπου λάχει, σε ξένο σπίτι, σε τάφους, καφετέριες, γιαπιά, μπουρδέλα, σινεμά. Πείραμα 1: το σώμα σε αποσύνθεση, ανασυντίθεται και παραδίδεται στον κάτοχο αφού καταγραφεί πλήρως.
Πείραμα 2: ζητούν την κόρη, τον γυιό, τον πλησιέστερο συγγενή εξ᾽αίματος για σύγκριση.
Πείραμα 3...

Λένε είναι το καλύτερο και άλλες φορές το πιό τρομακτικό. Τέλος πάντων. Θα το δω όταν προκύψει. Ακόμη στο 2. Παραδίνω όπου νάναι κάποιον, κάποιον δικό μου. Εκτός κι αν. Εκτός κι αν την πληρώσει ο καλός άνθρωπος που πάντοτε μισούσα, έβριζα, ήθελα να χτυπήσω για να αγριέψει το πνεύμα του, μπας και γίνει κάτι, να ανοίξει, να βγάλει κλαδιά, μυρουδιές, να γίνει κισσός.
Ας είναι, τώρα όλα έμειναν στο παρελθόν. Οι επιθυμίες δεν έχουν σημασία. Ότι προλάβω να σώσω.  Ότι προλάβω να κάνω για να μην πάρουν ότι πιο πολύτιμο. 
Θα τους δώσω ότι θέλουν. Χμ.






No comments:

Πηγή έμπνευσης: http://www.tvxs.gr/v12751

Το παρακάτω άρθρο αποτελεί ακόμη μια προσφορά στο μέλλον της πατρίδας μας (heimat)

Εμβόλιμη εισαγωγή/σύνοψη:
Βρίσκω αλλού ξημερωμένο όποιον δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη της βιωματικής σύνδεσης ανάμεσα στον τραγουδοποιό ή λαϊκό μουσικό και τον κόσμο. Η Lhasa τραγουδά σε δυο τρεις γλώσσες, αλλά είναι όλες δικές της, έχει ζήσει και ζει μέσα σε αυτές τις γλώσσες. Από την άλλη, η Αρβανιτάκη για παράδειγμα αγγίζει πολλούς ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν ελληνικά. Γιατί; Μα βέβαια, επειδή δεν μαϊμουδίζει, αλλά έχει αυθεντική φωνή που συχνά υπερβαίνει τα γλωσσικά και πολιτισμικά σύνορα, κάτι που ισχύει για κάθε μουσικό που έχει τα πόδια του στη γη, στο συγκεκριμένο, σε κάποιο πραγματικό τόπο. Από μια τέτοια στέρεη βάση μπορείς να ξεκινήσεις για να κάνεις όλων των ειδών τα πειράματα, αλλά προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσεις το έδαφος όπου πατάς. Όλα τα υπόλοιπα είναι συμπώματα μιμητισμού, ναρκισιστικά πειράματα στο κενό.


...Λοιπόν, συνήθως δεν γίνομαι bitchy,
αλλά, επειδή έχει παραγίνει το πράγμα με την φόρα γε-γε των πολιτισμικών παραγωγών με όνειρα διεθνούς μεγαλείου (optional κομπολόϊ ή φράτζα) που χουρχουρίζουν ανοιχτόστομα καταπίνοντας το τελευταίο αφόδευμα του ΝΜΕ* αν βγαίνει ακόμα η χαζοφυλλάδα και καταντήσαμε τη Μόνικα ανίκανη να ψελλίσει το όνομά της χωρίς proforah... ήθελα να σας πω ότι τα αγγλοκεντρικά γκρουπάκια ψιλοανακατέβουν τη σούπα των υπολειμμάτων από τις προηγούμενες δεκαετίες της naive έκφρασης (λουλούδια, από τ'αυτιά ως την κωλότσεπη του Μόρισσι...), όταν ακόμη η κουλτούρα έβγαινε κυρίως από την μεταμοντέρνα Δύση και νομίζαμε ότι αυτή η μαυρίλα, η παραφορά, η θλίψη που ψυχανεμιζόταν το τέλος της ηγεμονίας της, αποτελούσε κοσμικό επιφαινόμενο, αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν "universal".

Η ποπ κουλτούρα βεβαίως βεβαίως, αργοπορώντας όσο έμενε κυρίαρχη η ΤV και με απίστευτη επιτάχυνση (να μη σκεφτώ καν τι γίνεται πια, στα χρόνια του Web2), έφτασε αισίως στον τοίχο του φυσικού ήχου, στον θόρυβο, στην απρόσωπη κυβερνοποπ, στα τυχαία ηχητικά συμβάντα... ξεπήδησαν οι πραγματικά ζωντανές και αυτονομημένες σκηνές fusion από την Βαρκελώνη μέχρι τη Λαχώρη και το Τόκυο. Πήρε φωτιά το τοπίο, εξατμίστηκε όλο. Και κολυμπάμε πια σε αυτό το ψυχονέφος... κολυμπάμε δίχως υποχρεώσεις σε άλλον πέρα από τη συνείδησή μας, σίγουρα δίχως σιγουριά, δίχως γνώση που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση.

Έρχονται τώρα καθυστερημένα κάποιοι νοσταλγοί του μαζικού ροκ και της αυθεντίας... (οι λάτρεις του μπλε χαπιού) να μας πουλήσουν φούμαρα για μεταξωτές κορδέλλες. Nice old expression. Το ίδιο κάνουν και τα έμο υβρίδια, δεν λέω. Αρσενικό και θηλυκό, γιν γιαν. Nαι, ήθελα λοιπόν να πω, ότι it's OK, όποιος θέλει να πληρώσει για να χαζέψει τους περιφερόμενους με το τελευταίο χιτάκι, σιντάκι, ποντκαστάκι κλπ, ...it's OK, όποιος θέλει θα το κάνει και θα κατεβάσει και μερικές μπύρες και από κει και πέρα θα του αρέσει ότι κι αν κουδουνίζει μέσα στα αυτιά του, όπως γινόταν πάντα. Όμως, μη μας ζαλίζετε άλλο με το τελευταίο trend se agglikia glwssa... υπερθεματίζοντας αναίσχυντα! Γιατί εκεί που βρεθήκαμε ο κόσμος σήμερα... Τί αξίζει να ακούει κανείς;
Τί, πώς, πού...

Αφού μπορεί να κάνει remix κανείς την ίδια του τη ζωή, σερφάροντας στα δαιδαλώδη φιορδ με Σομαλούς και άλλους πειρατές, μαθαίνοντας καθημερινά κόλπα και ρουφώντας την μεμοραμπίλια που σέρνεται άπλετη στο διαδίκτυο: να βρίσκεται με τους φίλους του (επιτρέψτε μου: Gal Kosta, Shostakovich, Bliki Circus, Edgard Varèse, 武満徹, Henryk Górecki, Nusrat Fateh Ali Khan u know what I mean) ή μόνη/ος, με ένα καλό ζευγάρι ηχεία και να απολαμβάνει σύμμεικτα περιβάλλοντα, βιολογικών φρούτων με κρασί, πνοές φρέσκου αέρα, ησυχίας, ένα κίτρινο βιβλίο μέχρι να δύσει ο ήλιος και άμα λάχει, έναν υπνάκο, ακόμη και γιόγκα.

Κοινώς,
το τί σαρώνει την υφήλιο (πέρα από τη βλακεία),
το τι είναι διάφανο με υψηλές προδιαγραφές (πέρα από την κουνουπιέρα μου),
το τι αποτελεί ρευστό μεθυστικό ρόφημα (πέρα από το τσάι Ντε Νι) και
το τι είναι ασεβές (πέρα από την άρνηση να παραμυθιαστούμε κατά παραγγελία),

τα τέσσερα ως άνω και πολλά άλλα, αποτελούν σειρά ερωτημάτων που επιδέχονται πολλαπλές λύσεις, κατά τρόπο που αν ήταν πολυώνυμο δεν θα είχε απαραίτητα γραφική παράσταση συγκλίνουσα στα γκισέ κάποιου διασκεδαστηρίου ή άλλης νυχτερινής πίστας.

Καλή τύχη σε όλα τα παιδιά, καλή προσγείωση στα έπεα**.




*νάσιοναλ μιούζικαλ εξπρές
**πτερόεντα