Συγκεκριμένα έχουν διαπιστωθεί 4 στάδια:
1. Συστηματική διγλωσσία της κοινωνικής ελίτ ενώ ο λαός μιλά μόνο μια γλώσσα.
2.Η λαϊκή μάζα γίνεται σταδιακά δίγλωσση στις πόλεις, ενώ οι αγροτικοί πληθυσμοί παραμένουν μονόγλωσσοι.
3. Οι πόλεις προχωρούν στην πλήρη διγλωσσία και το φαινόμενο εξαπλώνεται στους αγροτικούς πληθυσμούς.
4. Κατά το τελευταίο στάδιο, οι αγροτικές επαρχιακές ζώνες αλλάζουν γλώσσα και ξαναγίνονται μαζικά μονόγλωσσες, αφήνοντας μόνο νησίδες δίγλωσσης έκφρασης.
Από γλωσσολογική άποψη, η ασθενής γλώσσα βλέπει το φωνητικό της σύστημα να κυριαρχείται από τους ήχους της κυρίαρχης, οι φράσεις συντάσσονται με βάση το σύστημα σύνταξης της κυρίαρχης γλώσσας, επέρχεται λεξικογραφική αφομοίωση και η ασθενής γλώσσα πεθαίνει σα να χωνεύεται από την δυνατή γλώσσα.
(παρουσίαση στο θέατρο Σχεδία στο πλαίσιο ημερίδας που είχε οργανώσει η κοινότητα Ανοικοδόμησης)
Ίσως να αναρωτηθήκατε τι πάει λάθος με αυτό το τραγούδι, τι συμβαίνει με τη χασμωδία του χορού, κάποια έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στη μουσική και τη φωνή, τι συμβαίνει με την παραμόρφωση της φωνής, τί λέγεται ακριβώς, σε ποιά γλώσσα.
Αν το άκουσμα σας φάνηκε προβληματικό, ίσως και να έχει επιτευχθεί ο στόχος της ηχογράφησης που ήταν η μη συμμόρφωση με κάποιο σχήμα κανονικότητας που θα κατέτασσε το τραγούδι σε μια συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη κατηγορία, με μόνη απαίτηση από τον ακροατή ν'αποφασίσει αν του αρέσει ή όχι. Φυσικά, είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την καλλιεργημένη προδιάθεση των περισσότερων ακροατών να ασκήσουν το ελάχιστο υπόλειμμα μιας υποτιθέμενης ελευθερίας, που συνοψίζεται σε ένα "μου αρέσει" ή "δεν μου αρέσει".
Το τραγούδι αυτό που λέγεται Δρόμος, θα μπορούσε να είναι η λυρική αποτύπωση της μελαγχολίας ενός ταξιδιώτη, ο οποίος επιθυμεί μεν την επιστροφή στο σπίτι του, αλλά έχει χάσει κάθε ελπίδα για κάτι τέτοιο, οπότε το μόνο που έχει είναι ο δρόμος.
Ο ταξιδιώτης αυτός έχει χάσει τα κλειδιά της γλώσσας που θα την έκαναν λειτουργική για την πρακτική επικοινωνία και τον προσανατολισμό. Όμως δεν έχει χάσει το όχημα, δηλαδή το σώμα και την φωνή. Αλλά το σώμα και η φωνή χαρακτηρίζονται από πολλαπλότητα, από εντάσεις που τείνουν να διαλύσουν το ένα και μοναδικό σώμα, τη μια και μοναδική φωνή, τον ένα και συγκεκριμένο στόχο. Έτσι, η συνείδηση είναι υποχρεωμένη να διατρέχει συνέχεια την διαδρομή της, να ζει το παρελθόν σαν παρόν, σαν ένα σμήνος από παρούσες στιγμές που φέρνουν ζάλη. Αυτή η εμπειρία αποκλείει τον εφησυχασμό και τη σιγουριά που θα επεφύλασσε η επιστροφή στο σπίτι.
Κατ'ουσίαν το τραγούδι αναλογίζεται και αποτυπώνει την ένταση ανάμεσα στο νόημα ως σώμα και την μορφοποίησή του. Ένα νόημα που δυσκολεύεται να εντοπίσει το περιεχόμενό του, το οποίο συγχρόνως αποτολμά να εκφράσει. Η δυσάρεστη αυτή αίσθηση της εσωτερικής απόστασης, είναι η αποξένωση, αλλά και η απαραίτητη συνθήκη για την αίσθηση ευθύνης απέναντι στην ιστορικότητα του είναι που ενεργοποιεί την σκέψη. Η συνέχεια δεν είναι δεδομένη, ούτε η αρχή ή το τέλος. Όλα είναι κατασκευασμένα και υπό διαπραγμάτευση.
Παρ'όλο που αντανακλά τους προβληματισμούς μιας ολόκληρης φιλοσοφικής παράδοσης της ανθρώπινης ελευθερίας, μια τέτοια προσέγγιση ακούγεται αιρετική αν θεωρήσουμε με τον Κούντερα ότι ζούμε "την δικτατορία της καρδιάς στο βασίλειο του κιτς, όπου ο νους οφείλει να σιωπά".
Εν πάση περιπτώσει, από φωνολογική άποψη, η γλώσσα της χασμωδίας των φωνών που ακούσατε μοιάζουν να είναι τα αγγλικά. Πρόκειται για συνειδητή αντιστροφή: αντί για το συνηθισμένο άκουσμα ελληνικών που ηχούν ή συντάσσονται σαν αγγλικά, εδώ αποκαλύπτεται η ένταση ανάμεσα στην πίστη στην ταυτότητα και την πραγματιστική προσέγγιση της φιλοδοξίας για μεγιστοποίηση της επικοινωνίας στον μεγάλο και παραγωγικά δικτυωμένο κόσμο. Η υποκριτική σύμβαση απαιτεί την υποταγή στον καθωσπρεπισμό της προκαθορισμένης φόρμας, ή τέλος πάντων στη σκοπιμότητα της επικοινωνίας μέσα από στερεότυπα, αδιαφορώντας για την αφυδάτωση του νοήματος. Το αποτέλεσμα είναι μηχανιστικά παράγωγα που ρυπαίνουν και κατακλύζουν τον ορίζοντα του νου, με την αναπαραγωγή του ανώδυνου, του αυτονόητου.
Από την Ελλάδα των γλωσσικών αντιπαραθέσεων που φόρεσε τις μάσκες της ιδεαλιστικής καθαρότητας και του ριζικού πραγματισμού της δημοτικής, μέσα από επεισόδια λυρικής ανάτασης και επικής αντίστασης, φτάσαμε στην κουλτούρα της τηλεόρασης και την αφασία του "όλα είναι το ίδιο".
Δεν μιλώ για αφασία κατά τύχη. Το τραγούδι που ακούσατε είναι παραφασικό. Όλες οι γλώσσες έχουν τις δικές τους απαγορεύσεις, που απορρίπτουν και επιδιορθώνουν τα ξένα στοιχεία, τρόπον τινά όπως ένας ζωντανός οργανισμός προσβάλει τα μικρόβια που τυχόν εισέλθουν μέσα του. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, κάποιες απαγορεύσεις των ελληνικών εμποδίζουν τα αγγλικά να αποκρυσταλλωθούν και να πάρουν την επαρκή επικοινωνιακά μορφή τους.
Κι εδώ θα ήθελα να επικεντρωθώ αποκλειστικά στη γλώσσα, στον τρόπο που μια γλώσσα μεταλλάσσεται, εξαπλώνεται ή πεθαίνει.
Στο πανεπιστήμιο Λαβάλ του Κεμπέκ, διεξάγεται ερευνητικό πρόγραμμα με τον τίτλο COPHO (contraintes en phonologie/ φωνολογικοί περιορισμοί/ υπεύθυνη Carole Paradis) το οποίο έχει δείξει πως οι ίδιοι μηχανισμοί που εμπλέκονται στις διάφορες μορφές αφασίας, εμπλέκονται και στους τρόπους που μια γλώσσα φιλτράρει/ απορρίπτει / επιδιορθώνει τα ξένα στοιχεία. Η διαταραγμένη γλώσσα των αφασικών, προκύπτει και από το γεγονός ότι ο εγκέφαλός τους μπορεί να θεωρεί ξένη μια λέξη ή ένα φώνημα της δικής τους γλώσσας, με αποτέλεσμα να το επιδιορθώνει. Κατά την υποχώρηση μιας γλώσσας, παρόμοιοι μηχανισμοί μεταλλάσσονται, επιτρέποντας σταδιακά στα κριτήρια μιας ξένης γλώσσας να υπερισχύσουν, ώσπου η αδύνατη γλώσσα να χωνευτεί τελικά από την κυρίαρχη.
Ακόμη κι αν είναι υπερβολικό, θα ήθελα να καταλήξω, λέγοντας πως η αφασία για την οποία μιλώ, είναι ιδιαίτερα συχνή στη σημερινή Ελληνική πραγματικότητα, ως σύμπτωμα διαδικασιών μετάλλαξης της γλώσσας μας. Οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου μπορεί να είναι μεγαλύτερες απ'ότι φανταζόμαστε, αν λάβουμε υπ'όψη κάποιους παράγοντες που καθορίζουν την υποχώρηση και τον θάνατο μιας γλώσσας.
Το γλωσσολογικό τμήμα του πανεπιστημίου Λαβάλ που ανέφερα και πριν, σε σχετική σελίδα στο διαδίκτυο μας πληροφορεί ότι το πρόβλημα γίνεται σοβαρό όταν μια κυρίαρχη γλώσσα κύρους παύει να θεωρείται ξένη από τους ομιλούντες ένα λιγότερο δυνατό ιδίωμα. Δεδομένου ότι τα στοιχεία της Ουνέσκο προβλέπουν την εξαφάνιση του 90% των μικρότερων γλωσσών που ομιλούνται ακόμη μέσα σε αυτόν τον αιώνα, φαίνεται ότι το ζήτημα δεν είναι τόσο ανύπαρκτο όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Βέβαια, αυτή η διαδικασία, για κάποιους είναι απόλυτα φυσική.
Για όσους η διαδικασία αυτή δεν είναι ακριβώς φυσική, μπορώ να αναφέρω συμπληρωματικά τα εξής στοιχεία.
Μια γλώσσα υποχωρεί από τη στιγμή που παύει να εξαπλώνεται και χάνει μέρος της λειτουργικότητάς της στο κοινωνικό πεδίο, στην καθημερινότητα και που δεν είναι αποδοτική στο επίπεδο της οικονομίας. Οι παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι στρατιωτικοί, δημογραφικοί, γεωγραφικοί, οικονομικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί. Σύμφωνα με τον πολιτικολόγο Jean Lapouce, όταν μια κοινότητα αποφασίζει πως το κόστος διατήρησης της γλώσσας της δεν αποδίδει επαρκώς κοινωνικά και ψυχολογικά, η γλώσσα εξαφανίζεται, όπως εξαφανίστηκαν τα Κέλτικα από το Yorkshire, όπου δεν χρησιμοποιούνται παρά για το μέτρημα των προβάτων. (Langue et territoire, 1984).
Σε όλα αυτά παίζει μεγάλο ρόλο ο πολιτικός παράγοντας. Η πρόκληση για τις μικρές γλώσσες συνίσταται στην ενδυνάμωσή τους με την επίτευξη αριστείας εντός του γεωγραφικού τους χώρου, ακόμη κι αν δεν διαθέτουν αριθμητική, οικονομική και τεχνολογική υπεροχή. Βέβαια, οι υψηλοί στόχοι έχουν και κινδύνους όταν δεν συνοδεύονται από τα απαραίτητα μέσα. Μια υπερβολικά φιλόδοξη γλωσσική πολιτική που θα έσπρωχνε μια μικρή γλώσσα να σταθεί ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο με δυσβάστακτο κόστος θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Από την άλλη ο εγκλεισμός και η γκετοποίηση οδηγούν σίγουρα στην ασφυξία για όσες γλώσσες χάσουν την επαφή με την εξελισσόμενη πραγματικότητα.
Η εξαφάνιση μιας γλώσσας είναι πάντα σταδιακή.
3 comments:
Πολύ καλό.Θεωρείς πως η Ελληνική μακροπρόθεσμα θα σβήσει;
Προσωπικά θεωρώ ότι η Ελληνική πάσχει σοβαρά (επειδή η εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα και για πολύ χρόνο απέχει πολύ από μια στοχοθέτηση που θα επεδίωκε την αριστεία).
Ήδη βλέπουμε ότι τα Ελληνικά αποτελούν (με αφοπλιστική φυσικότητα) δεύτερη επιλογή σε εικαστικές διοργανώσεις, οικονομική και εμπορική δραστηριότητα, διαφήμιση προϊόντων τεχνολογίας και λαϊκή νεανική κουλτούρα, καθώς και στην συγγραφή δοκιμίων στο χώρο των τεχνών και της τεχνολογίας.
Στο διαδίκτυο, είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση: αν ενδιαφέρεσαι για την διανόηση και για ενημέρωση, η φυσική επιλογή είναι να κινείται κανείς στην πλατφόρμα των αγγλικών. Το ίδιο και για το λογισμικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ελληνικά δεν υπάρχουν ως επιλογή και τουλάχιστον, για παράδειγμα, πολύ σπανιότερα από τα Νορβηγικά που τα μιλούν σημαντικά λιγώτεροι άνθρωποι!
Επομένως, η Ελληνική βρίσκεται σε πτωτική πορεία και μεταμορφώνεται σε φολκλορικό ιδίωμα για να συνοδεύει εκδηλώσεις με παπάδες και φουστανέλα (εδώ γελάμε υποτίθεται).
Πραγματικά λυπάμαι για όλα αυτά και ιδίως επειδή οι εξελίξεις αντανακλούν μια παρακμή της κοινωνικής εμπειρίας που φέρνει ασφυξία στους δημιουργικούς ανθρώπους και διώχνει τα δυνατά μυαλά.
Το να ζεις σήμερα στην Αθήνα και την Ελληνόφωνη πραγματικότητα είναι σα να ζεις σε γκέτο. Σε αναγκάζουν να χάνεις τον χρόνο σου παρακολουθώντας μια ατέλειωτη σαπουνόπερα.
Οπότε τί κάνεις;
Δυστυχώς "you switch off" και αρχίζεις να ζεις σε μια παράλληλη πραγματικότητα που μιλάει συνήθως αγγλικά.
Ποιά είναι η λύση;
Αν δεν είναι πολύ αργά, θα έπρεπε να γίνουν σαρωτικές επεμβάσεις στην παιδεία, ώστε να παράγεται στα Ελληνικά πρωτότυπη έρευνα και θεωρία που να αφορά στον σύγχρονο κόσμο κλπ
"Ριζοσπαστική αξιοκρατία" θα το έλεγα...
Η παραδοσιακή δεξιά είναι έτσι κι αλλιώς φολκλορική. Οι αγκιλώσεις της αριστεράς είναι ένα πολύ σκοτεινό σημείο σε όλα αυτά!
Έτσι είναι.Εκλογές έρχονται,δεν ξέρουμε και τι να ψηφίσουμε.Το καλύτερο το κράτησες για το τέλος "φολκλορισμός" vs "σκοτεινό" σημείο.Ποιός κυβερνά τελικά αυτόν τον τόπο;
Post a Comment